- εγερσιμάχας
- ἐγερσιμάχας, ο (Α)αυτός που παροτρύνει ή εμψυχώνει στη μάχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερσιμάχας — ἐγερσιμάχᾱς , ἐγερσιμάχας battle stirring fem acc pl ἐγερσιμάχᾱς , ἐγερσιμάχας battle stirring fem gen sg (doric aeolic) ἐγερσιμάχᾱς , ἐγερσιμάχας battle stirring masc acc pl ἐγερσιμάχᾱς , ἐγερσιμάχας battle stirring masc nom sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσιμάχᾳ — ἐγερσιμάχαι , ἐγερσιμάχας battle stirring fem nom/voc pl ἐγερσιμάχᾱͅ , ἐγερσιμάχας battle stirring fem dat sg (doric aeolic) ἐγερσιμάχαι , ἐγερσιμάχας battle stirring masc nom/voc pl ἐγερσιμάχᾱͅ , ἐγερσιμάχας battle stirring masc dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγερσίμοθος — ἐγερσίμοθος, ον (Α) ο εγερσιμάχας … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek